- κατειρήνευσας
- κατά-εἰρηνεύωbring to peaceaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατειρηνεύσας — κατειρηνεύσᾱς , κατά εἰρηνέω pres part act fem acc pl (epic doric ionic) κατειρηνεύσᾱς , κατά εἰρηνέω pres part act fem gen sg (doric) κατειρηνεύσᾱς , κατά εἰρηνεύω bring to peace aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)